- δρακόντειος
- δρακόντειοςof a dragonmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρακόντειος — α, ο (AM δρακόντειος, ον Μ και δρακόντεος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα νεοελλ. 1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι») 2. αστρον. αυτός που… … Dictionary of Greek
δρακόντειος — α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με τον Αθηναίο νομοθέτη Δράκοντα: Δρακόντειοι νόμοι. 2. αυστηρός, σκληρός, αποτελεσματικός: Στο αεροδρόμιο υπήρχαν δρακόντεια μέτρα ασφάλειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρακόντειον — δρακόντειος of a dragon masc/fem acc sg δρακόντειος of a dragon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντείοιο — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντείοις — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντείοισι — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντείοισιν — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντείου — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντείους — δρακόντειος of a dragon masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρακοντείων — δρακόντειος of a dragon masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)